ἐπίπλοα

Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. ἔπιπλα ad fin.

German (Pape)

[Seite 970] τά, Her. 1, 94, ursprüngliche Form für ἔπιπλα, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπλοα: ἴδε ἐν λ. ἔπιπλα ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. ἔπιπλα.

Greek Monotonic

ἐπίπλοα: τά, εκτεταμ. τύπος του ἔπιπλα, σε Ηρόδ.