ἐπιπρόσθησις

Revision as of 20:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A being before, covering, Thphr.Vent.30; esp. of eclipses or occultations, Arist.Cael.293b22, Procl.Hyp.5.15, etc.; superposition of colour, Arist.Mete.342b9(pl.); of objects that serve as cover, Plb.3.71.3(pl.).

German (Pape)

[Seite 973] ἡ, das Davor-, im Lichte- oder im Wegestehen, Beschatten, Arist. Meteor. 1, 5; Theophr. u. Sp.; vgl. auch ἐπιπροσθέτησις. Bes. von der Verfinsterung der Sonne u. des Mondes, Nicom. ar. 1, 5; vgl. Plut. fac. orb. lun. 20 ff. – Auch der im Lichte stehende Gegenstand, Pol. 3, 71, 3; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρόσθησις: -εως, ἡ, τὸ ἵστασθαι, ἔμπροσθέν τινος καὶ σκιάζειν, ἡ γὰρ σελήνη ἐκλιμπάνει διὰ τὴν ἐπιπρόσθησιν τῆς γῆς Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 30· ἰδίως ἐπὶ ἐκλείψεων, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 7., 2. 14, 7, Πλούτ. 2. 121Β· ἐπὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα χρησιμεύουσι πρὸς κάλυψιν, Πολύβ. 3. 71, 3· - ἐπιπρόσθεσις ἀπαντᾷ πολλάκις ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστοτέλει· - ἐπιπροσθέτησις δὲ ἀπαντᾷ ἐν Ἐπικούρῳ παρὰ Διογ. Λ. 10. 92, 94, 96, πρβλ. Φιλόδημ. παρὰ Gomperz Herk. Stud. I. σ. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se tenir devant, particul. de barrer le chemin ou de cacher le jour à qqn ou à qch.
Étymologie: ἐπιπροσθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπρόσθησις: и ἐπιπρόσθεσις, εως ἡ
1) закрывание, застилание, затмевание (ἡ σελήνη ἐκλείπει διὰ τὴν τῆς γῆς ἐπιπρόσθησιν Arst.);
2) закрытие, заслон (ἐπιπροσθήσεις ἱκαναί Polyb.);
3) преграда, препятствие (ταῦτα αὐτοῖς πάντα ἐ. γίνεται Plut.).