βλιτομάμας

Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

French (Bailly abrégé)

c. βλιτομάμμας.

Greek Monotonic

βλῐτομμάμας ή βλιτομάμας: -ου, ὁ, χαζός, γκαφατζής, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).