δεξιολάβος

Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A spearman: in pl., guards, Act.Ap. 23.23 (v.l. δεξιοβόλους).

German (Pape)

[Seite 546] ὁ, Schleuderer od. Schütze, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιολάβος: ὁ, λογχοφόρος· κατὰ πληθ., φρουροί, φύλακες, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 23 (ἔνθα ὁ Lachm. δεξιοβόλους), Ἰω. Λυδ. παρὰ Κωνστ. π. Θεμ. σ. 17, ἐκδ. Βόνν., Θεοφύλ. Σιμ. 91C.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
garde ou satellite d’un prince.
Étymologie: δεξιός, λαμβάνω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cierto guardián armado o lancero, Act.Ap.23.23, cf. EM 256.19G., Sud.