strengthd. for ἀναστέφω, E.Ba.1055.
[Seite 868] ganz bekränzen, Eur. Bacch. 1055.
ἐξαναστέφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀναστέφω, Εὐρ. Βάκχ. 1055.
couronner ou ceindre de nouveau.Étymologie: ἐξ, ἀναστέφω.
coronar fig. θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον E.Ba.1055.