ἱερατευματικός
German (Pape)
[Seite 1240] = ἱερατικός, ὑπομνήματα Plut. Marc. 5, nach Schäfer.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱτευματικός: -ή, -όν, ἱερατικός, Ἐπιγραφ. Murat. σ. 632, Πλουτ. Μάρκ. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sacerdotal.
Étymologie: ἱεράτευμα.
Greek Monolingual
ἱερατευματικός, -ή, -όν (Α) ιεράτευμα
ο ιερατικός.