συγκατορύττω
French (Bailly abrégé)
att. c. συγκατορύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατορύττω, Ion. συγκατορύσσω, samen (met...) begraven, met acc. en dat.
att. c. συγκατορύσσω.
συγ-κατορύττω, Ion. συγκατορύσσω, samen (met...) begraven, met acc. en dat.