καταπιττόω
English (LSJ)
Att. for καταπισσόω.
German (Pape)
[Seite 1370] att. = καταπισσόω.
Greek (Liddell-Scott)
καταπιττόω: Ἀττ., ἀντὶ καταπισσόω.
French (Bailly abrégé)
att. c. καταπισσόω.
Russian (Dvoretsky)
καταπιττόω: атт. = καταπισσόω.
Att. for καταπισσόω.
[Seite 1370] att. = καταπισσόω.
καταπιττόω: Ἀττ., ἀντὶ καταπισσόω.
att. c. καταπισσόω.
καταπιττόω: атт. = καταπισσόω.