ου (τό) :1 lieu de punition, de supplice;2 instrument de supplice;3 châtiment.Étymologie: κολάζω.
κολαστήριον: τό (κολάζω)·I. σωφρονιστήριος οίκος, σε Λουκ.II. = κόλασμα, κόλασις, σε Ξεν.