κῠδωνέα: καὶ κῠδωνία, ἡ, δένδρον φέρον κυδώνια, «κυδωνιά», Γεωπ. 4. 1, 12.
ας (ἡ) :cognassier arbre.Étymologie: Κυδώνιος.
η (AM κυδωνέα)βλ. κυδωνιά.