μονοκρήπις

Revision as of 12:18, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ,

   A with but one sandal, Pi.P.4.75, APl.4.127, Lyc.1310.

German (Pape)

[Seite 203] ιδος, ὁ, mit einem Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. μονοσάνδαλος. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 (Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκρήπῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν σανδάλιον, μονοπέδιλος, Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’une chaussure.
Étymologie: μόνος, κρηπίς.

English (Slater)

μονοκρήπις
   1with one sandal τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ (sc. Ἰάσονα: cf. v. 95, ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί) (P. 4.75)