φοιβόλαμπτος
German (Pape)
[Seite 1295] ion. = Folgdm, Her. 4, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ion. c. φοιβόληπτος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ιων.τ.) βλ. φοιβόληπτος.
[Seite 1295] ion. = Folgdm, Her. 4, 13.
ος, ον :
ion. c. φοιβόληπτος.
-ον, Α
(ιων.τ.) βλ. φοιβόληπτος.