ἀμελητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A carelessly written, ἦτα, of a musical note, Alyp.1,al., Gaud.Harm.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ν’ ἀμελῇ, ὁ ἔχων ῥοπὴν πρὸς τὴν ἀμέλειαν, Ἀλύπ. Εἰσ. Εἰσαγ. Μουσ. σ. 4.
ή, όν,
A carelessly written, ἦτα, of a musical note, Alyp.1,al., Gaud.Harm.23.
ἀμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν ν’ ἀμελῇ, ὁ ἔχων ῥοπὴν πρὸς τὴν ἀμέλειαν, Ἀλύπ. Εἰσ. Εἰσαγ. Μουσ. σ. 4.