ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
neopum: i, n.,I olive-oil, Plin. 15, 7, 7, § 26.
neopum, ī, n., huile d’amandes : Plin. 15, 26.