κράταιγος
English (LSJ)
ὁ,
A thorn, Crataegus Heldreichii, Thphr.HP3.15.6.
Greek (Liddell-Scott)
κράταιγος: ὁ, εἶδος ἀκάνθης, crataegus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 15, 6.
ὁ,
A thorn, Crataegus Heldreichii, Thphr.HP3.15.6.
κράταιγος: ὁ, εἶδος ἀκάνθης, crataegus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 15, 6.