ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Săbīnē: adv., v. Sabini, A. β.
Săbīnē, à la manière des Sabins, en langue sabine : Varro L. 5, 159.