μαστροπεία
English (LSJ)
ἡ,
A pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.
Greek (Liddell-Scott)
μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.
ἡ,
A pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.
μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.