μετακατασκευάζω
English (LSJ)
A repair, refashion, IG22.840.14, 27 (Act. and Pass.).
Greek Monolingual
μετακατασκευάζω (Α)
κατασκευάζω πάλι, εκ νέου.
A repair, refashion, IG22.840.14, 27 (Act. and Pass.).
μετακατασκευάζω (Α)
κατασκευάζω πάλι, εκ νέου.