μηλοδαΐκτας
English (LSJ)
α, ὁ,
A sheep-slaying, λέων B.8.6.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοδαΐκτας: ὁ, = μηλοκτόνος, ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6.
α, ὁ,
A sheep-slaying, λέων B.8.6.
μηλοδαΐκτας: ὁ, = μηλοκτόνος, ὁ φονεύων πρόβατα, μηλοδαΐκταν... λέοντα Βακχυλ. VIII, 6.