ον,
A hating slaves: ἡ μ. βοτάνη, = ὤκιμον, Gp.11.28.1, Gloss.
μῑσόδουλος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς δούλους· - ἡ μ. βοτάνη, = ὤκιμον, Γεωπ. 11. 28.