ἀναγκαστήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one that constrains, ἀ. ἄτρακτοι the constraining spindles of Fate, IG12(7).447 (Amorgos).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκαστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐπιφέρων βίαν, ἐπιβάλλων ἀνάγκην, ἀναγκ. ἄτρακτοι, τῆς Μοίρας δηλ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 227. 7.