fut. of εἰσοράω, Ep. ἐς- Il.5.212, 24.206.
[Seite 745] fut. zu εἰσοράω.
εἰσόψομαι: μέλλ. τοῦ εἰσοράω, Ἰλ. Ε. 212, Ω. 206.
v. εἰσοράω.
see εἰσοράω.
εἰσόψομαι: μέλ. του εἰσοράω· βλ. ὁράω.