κράτεσφι

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[α-], Ep.dat.of κράς (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κράτεσφι: ᾱ, Ἐπικ. δοτ. τοῦ κράς, Ἰλ. Κ. 156.

French (Bailly abrégé)

dat. pl. poét. de κράς.

English (Autenrieth)

see κάρη.

Greek Monotonic

κράτεσφι: [ᾱ], Επικ. δοτ. πληθ. του κράς.