[α-], Ep.dat.of κράς (q.v.).
κράτεσφι: ᾱ, Ἐπικ. δοτ. τοῦ κράς, Ἰλ. Κ. 156.
dat. pl. poét. de κράς.
see κάρη.
κράτεσφι: [ᾱ], Επικ. δοτ. πληθ. του κράς.