κειάμενος: κείαντες, ἴδε ἐν λέξ. καίω.
see καίω.
κειάμενος: Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του καίω· κείαντες, πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.