ίδος, ἡ, = foreg.1, BGU594.9 (i A.D.), Aq.Ge.15.9, v.l. in Gal.6.708. II a woman's ornament, Com.Adesp.1115.
-ίδος, ἡ, Α1. μικρό περιστέρι2. είδος γυναικείου κοσμήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + κατάλ. -ίς (πρβλ. μαχαιρ-ίς)].