ἀκάλυφος
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
Spanish (DGE)
-ον
1 desnudo ἀ. κατέκειτο ἐν τῷ κοιτῶνι T.Reub.3.13.
2 prob. descubierto, al aire libre ἀνδριάς Hippobotus en D.L.8.72.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάλῠφος: Diog. L. = ἀκάλυπτος.