ἀντήριος
English (LSJ)
στήμων, καὶ κανὼν ὁ προσκείμενος τῇ θύρᾳ, Hsch.
Spanish (DGE)
στήμων, καὶ ὁ κανὼν <ὁ> προσκείμενος τῇ θύρᾳ, ὅν ἔνιοι καλυπτῆρά φασι Hsch.
στήμων, καὶ κανὼν ὁ προσκείμενος τῇ θύρᾳ, Hsch.
στήμων, καὶ ὁ κανὼν <ὁ> προσκείμενος τῇ θύρᾳ, ὅν ἔνιοι καλυπτῆρά φασι Hsch.