γονάς

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ

• Alolema(s): lacon. γονάρ Hsch.
madre Hsch.l.c., s.u. γονάδες.

Greek Monolingual

η
στον πληθ. πρωταρχικοί αναπαραγωγικοί αδένες που παράγουν τα γεννητικά κύτταρα στους ζωικούς οργανισμούς.