βραχυστομία

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ἡ,

   A smallness of mouth, Eust.767.16.

German (Pape)

[Seite 462] ἡ, die enge Mündung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυστομία: ἡ, τὸ ἔχειν βραχύ, μικρὸν στόμα, Εὐστ. 767. 16.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ pequeñez de boca βρεφικὴ β. Eust.767.15.

Greek Monolingual

βραχυστομία, η (Μ)
(για βρέφος) το ότι έχει μικρό στόμα και χρειάζεται ειδικό τάισμα.