ἐγκαταγηράω
English (LSJ)
v. ἐγκαταγηράσκω.
Spanish (DGE)
hacerse viejo, envejecer ταῖς μοναρχίαις Them.Or.19.232c, τῇ ... κακίᾳ Eus.M.23.1001A.
v. ἐγκαταγηράσκω.
hacerse viejo, envejecer ταῖς μοναρχίαις Them.Or.19.232c, τῇ ... κακίᾳ Eus.M.23.1001A.