ἀντίβλημα

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A stone inserted in vacant space in masonry, POxy.498.16(ii A.D.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
arq. piedra de revestimiento, POxy.498.16 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἀντίβλημα, το (Α)
μικρή πέτρα τοποθετημένη στο κενό που αφήνουν οι πέτρες ενός τοίχου.