ἀκάτακτος

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A not to be broken, Arist.Mete.385a14; unbroken, Phld.Mort.39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάτακτος: -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se rompe, indemne κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.Mort.39.5.
2 irrompible Arist.Mete.385a14.

Greek Monolingual

ἀκάτακτος, -ον (Α) κατάγνυμι
1. αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο άθραυστος, ο ατσάκιστος
2. αυτός που δεν έχει σπάσει.