ἀκατασχεσία

Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ,

   A ungovernableness, Ptol.Tetr.170.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασχεσία: ἡ, τὸ ἀκατάσχετον καὶ ἀκυβέρνητον, Πτολ., κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
inestabilidad, desequilibrio, descontrol ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείων Heph.Astr.2.16.5, Ptol.Tetr.3.15.5 (cód., pero cf. ἀκαταστασία).

Greek Monolingual

η (Α ἀκατασχεσία) ἀκατάσχετος
η ιδιότητα του ακατάσχετου.