ἀμανίτης
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
Greek (Liddell-Scott)
ἀμανίτης: κοινῶς «μανιτάρι», μεταγ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾱμᾱνῑ-]
bot. amanita género que comprende unas cien especies de hongos, muchas venenosas, Nic.Fr.79, Gal.6.656, Eust.290.3.