ἀμφίπυλος

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A with two entrances, μέλαθρα E.Med.135 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπῠλος: -ον, ὁ ἔχων δύο εἰσόδους, Εὐρ. Μήδ. 135.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, πύλη.

Spanish (DGE)

(ἀμφίπῠλος) -ον
con doble entrada y salida ἐπ' ἀμφιπύλου ... ἔσω μελάθρου en el vestíbulo E.Med.135, cf. Sch.ad loc.

Greek Monolingual

ἀμφίπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πύλες, δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πύλη.