ἀμφίπυλος
English (LSJ)
ον,
A with two entrances, μέλαθρα E.Med.135 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίπῠλος: -ον, ὁ ἔχων δύο εἰσόδους, Εὐρ. Μήδ. 135.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, πύλη.
Spanish (DGE)
(ἀμφίπῠλος) -ον
con doble entrada y salida ἐπ' ἀμφιπύλου ... ἔσω μελάθρου en el vestíbulo E.Med.135, cf. Sch.ad loc.
Greek Monolingual
ἀμφίπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πύλες, δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πύλη.