ἀνδρόπορνος

Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ὁ,

   A cinaedus, Theopomp.Hist.17.

German (Pape)

[Seite 219] männliche Hure, Theopomp. bei Ath. VI, 260 f; Pol. 8, 11; Gegensatz ἀνδροφόνος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόπορνος: ὁ, ὁ πορνευόμενος, ὁ κίναιδος, Θεόπομπ. Ἱστ. 249, Δημ. Φαλ. 27.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ marica ἀνδροφόνοι γὰρ τὴν φύσιν ὄντες, ἀνδροπόρνοι τὸν τρόπον ἦσαν Theopomp.Hist.225.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρόπορνος: ὁ Polyb. = ἀνδρόγυνος II, 3.