ἀνδροθνής

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ,

   A murderous, φθοραί A.Ag.814.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, (θνήσκω) φονικός, ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς (κατὰ Βλωμφίλδ. ἀνδροκμῆτας) Αἰσχύλ. Ἀγ. 814.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
c. ἀνδροδάϊκτος.
Étymologie: ἀνήρ, θνῄσκω.

Spanish (DGE)

-ῆτος homicida ψῆφοι A.A.814.

Greek Monolingual

ἀνδροθνής, ο, η (Α)
φονικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -θνής, από θ. θνᾶ- του θνήσκω.