ἀντακροάομαι
English (LSJ)
A hear in turn, Ar.Lys.527.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντακροάομαι: ἀποθ., ἀκροῶμαι καὶ ἐγώ, ἢν οὖν ἡμῶν χρηστὰ λεγουσῶν ἐθελήσητ’ ἀντακροᾶσθαι Ἀριστοφ. Λυσ. 527.
Spanish (DGE)
escuchar a su vez c. gen. ἡμῶν χρηστὰ λεγουσῶν Ar.Lys.527.
Russian (Dvoretsky)
ἀντακροάομαι: Arph. = ἀντακούω.