ἀπαιτητικός

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A requiring: -κόν, τό, state of need, Gal. 1.205.

German (Pape)

[Seite 275] einfordernd, gern eintreibend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιτητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις, «τοιοῦτον γὰρ τὸ σὸν βλάσφημον καὶ ἀπαιτητικόν» Εὐστ. Πονημάτ. 136. 49.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
subst. τὸ ... ἀπαιτητικόν τινος la exigencia de algo Gal.1.205.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀπαιτητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει μεγάλες, υπερβολικές απαιτήσεις.