διακολακεύομαι

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A vie with each other in flattery, Isoc.12.159:—Act. only as v.l. in Sch.E.Or.714.

Greek (Liddell-Scott)

διακολᾰκεύομαι: μέσ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα εἰς κολακείαν τινός, Ἰσοκρ. 266Β. - Ἐνεργ. παρὰ τῷ Σχολ. Εὐριπ.

French (Bailly abrégé)

part. prés.
rivaliser de flatterie.
Étymologie: διά, κολακεύω.

Spanish (DGE)

1 rivalizar en lisonjas Isoc.12.159.
2 tard. v. act. adular τὸν τῶν Ἀργείων ὄχλον Sch.E.Or.714D. (ap. crít.).

Greek Monolingual

διακολακεύομαι (Α)
συναγωνίζομαι κάποιον στην κολακεία.