[ῡ], εως, ἡ,
A deception, cajolery, Hsch.
[Seite 591] ἡ, Beredung, Täuschung, Hesych.
διαμύθησις: [ῡ], εως, ἡ, ἀπάτη, ἐξαπάτησις διὰ λόγων, Ἡσύχ.
-εως, ἡ falacia, engaño Hsch.