πρόστροπος
English (LSJ)
ὁ,=
A προστρόπαιος 1.1, suppliant, τινος S.Ph.773: abs., Id.OT41. II accursed, Phot. s.v. προστρόπαιος.
German (Pape)
[Seite 784] zugewendet, bes. mit Flehen gewendet, τινός, an Einen, Soph. Phil. 762; vgl. ἱκετεύομέν σε πάντες οἵδε πρόστροποι, O. R. 41; einzeln in sp. Prosa, wie προστρόπαιος.