demagogo
From LSJ
περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man
Spanish > Greek
δημαγωγός, δημοδιδάσκαλος, δημοκόπος, ἀγοραῖος, ἐκκλησιαστής
περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man
δημαγωγός, δημοδιδάσκαλος, δημοκόπος, ἀγοραῖος, ἐκκλησιαστής