σκόλοπες, χάρακες, Hsch.
Α(κατά τον Ησύχ.) «σκόλοπες, χάρακες».[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το επίθ. σκαμβός με επίθημα -υξ, -υκος (πρβλ. κάλ-υξ)].