συντελέθω

Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

   A = συντελέω 111, belong to, Pi.P.9.57.

Greek (Liddell-Scott)

συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.