ακοπίαστος

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκοπίαστος, -ον) και ακόπιαστος -η, -ο
1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, που δεν προξενεί κόπο
«ακόπιαστη δουλειά»
«ἀκοπίαστος ὁδὸς» (Αριστοτ.)
2. εκείνος που αντέχει στους κόπους, ο ακαταπόνητος
«ακοπίαστος άνθρωπος»
«ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»
νεοελλ.
ο εύκολος, ο άκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κοπιῶ (-άζω)].