ἀκρεσπέριος
English (LSJ)
ον, = sq., IG12(7).123 (Amorgos).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρεσπέριος: ία, ον, ὁ ἐμφανιζόμενος τὴν ἑσπέραν, ἀστὴρ γὰρ γενόμην θεῖος ἀκρεσπέριος, Ἐπιγρ. Ἀμοργοῦ Ρωμ. χρόνων BCH VIII, 449.
Spanish (DGE)
-ον
vespertino, de la tarde, ἀστήρ IG 12(7).123 (Arcesine, imper.).