ἐρυθροβαφής
English (LSJ)
ές,
A red-dyed, Eust.6.8.
German (Pape)
[Seite 1036] ές, rothgefärbt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθροβαφής: -ές, κοκκινοβαμμένος, Εὐστ. 6. 8.
ές,
A red-dyed, Eust.6.8.
[Seite 1036] ές, rothgefärbt, Eust.
ἐρυθροβαφής: -ές, κοκκινοβαμμένος, Εὐστ. 6. 8.