αἰτιάζομαι

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

only in Pass.,

   A to be accused, ἡ πόλις αἰτιάζεται X.HG1.6.5, cf. 12, Anon.Oxy.1012 Fr.14; τιάζετό τινος of a thing, D.C.38.10.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτιάζομαι: παθ., κατηγοροῦμαι, ἡ πόλις αἰτιάζεται, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 5, πρβλ. 12· ᾐτιάζετό τινος, περί τινος πράγματος, Δίων. Κ. 38. 10. Τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται.

French (Bailly abrégé)

impf. ᾐτιαζόμην;
être accusé de, acc..
Étymologie: αἰτία.