θηριόδηκτος
English (LSJ)
ον,
A bitten by a wild beast, esp. by a serpent, Damocr. ap.Gal.14.122, Dsc.1.103, 4.24.
German (Pape)
[Seite 1209] von Thieren, bes. Schlangen gebissen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θηριόδηκτος: -ον, δηχθεὶς ὑπὸ ἀγρίου θηρίου, ἰδίως ὑπὸ ὄφεως, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 902, Διοσκ. 4. 24· -δηκτικός, ή, όν, Ἐπιφάν.